Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Αν έρθετε στην Καβάλα θυμηθείτε...


Αμφίπολη 

Κοντά στις εκβολές του ποταμού Στρυμόνα στο νομό Καβάλας βρίσκεται η Αμφίπολη, με τον εντυπωσιακό αρχαιολογικό χώρο και το Αρχαιολογικό Μουσείο (τηλ. 23220 32472). Στο Μουσείο αυτό αξίζει να δείτε τους δύο οχυρωματικούς περιβόλους της πόλης, καθώς και τον περίφημο Λέοντα της Αμφίπολης. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό λίθινο ταφικό μνημείο του 4ου αιώνα π.Χ.. Στο γειτονικό Παλαιοχώρι, δεσπόζει το εντυπωσιακό Βρανόκαστρο και τα ερείπια της Ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου του Διασωρίτου. 

Αρχαιολογικός περίπατος στη Θάσο 

Αδιάψευστοι μάρτυρες της μακραίωνης και λαμπρής ιστορίας της Θάσου είναι τα μνημεία της. Η αρχαία πόλη της Θάσου διέθετε δύο λιμάνια, ένα για πολεμικά και ένα για εμπορικά πλοία. Μπροστά στο πολεμικό λιμάνι βρίσκεται η αρχαία αγορά της πόλης και τα ερείπια του Δικαστηρίου, της θόλου και μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής. Ανατολικά της αγοράς, βαδίζοντας προς την ακρόπολη, διακρίνονται τα ερείπια του Ιερού του Διονύσου (5ος αι. π.Χ.) και λίγο πιο κάτω το Ιερό του Ποσειδώνα (4ος αι. π.Χ.). Το ανηφορικό, ειδικά διαμορφωμένο μονοπάτι οδηγεί στο αρχαίο θέατρο (5ος αι. π.Χ.) με τη μοναδική θέα προς τη θάλασσα, το οποίο κατά τη ρωμαϊκή εποχή μετατράπηκε σε αρένα. Το καλοκαίρι αξίζει να ζήσετε τη μοναδική εμπειρία να παρακολουθήσετε κάποια παράσταση εδώ. Το μονοπάτι συνεχίζει προς τα ερείπια της Ακρόπολης και τον ναό της πολιούχου θεάς Αθηνάς (6ος-5ος αι. π.Χ.). Απαραίτητη είναι η επίσκεψη στο Αρχαιολογικό Μουσείο με τα πολύ αξιόλογα ευρήματα, όπως ο Κριοφόρος Κούρος, η Αφροδίτη με το δελφίνι, η κεφαλή του Διονύσου κ.α., καθώς και στην αρχαιολογική περιοχή της Αλυκής, με το σπουδαίο αρχαίο λατομείο μαρμάρου. 

Φίλιπποι 

Σε απόσταση 12 χλμ από την Καβάλα βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος των Φιλίππων, πόλη του βασιλείου της Μακεδονίας που κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους αποτέλεσε σημαντική αποικία βετεράνων λεγεωνάριων. Προκαλεί το θαυμασμό το άψογα διατηρημένο ρωμαϊκό φόρουμ, οι επιβλητικές παλαιοχριστιανικές βασιλικές και η Εγνατία οδός που διασχίζει την πόλη. Μπορεί ακόμη κανείς να δει την ακρόπολη, την παλαίστρα, τα λουτρά και το Οκτάγωνο. Το αρχαίο θέατρο των Φιλίππων φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι το ομώνυμο φεστιβάλ αρχαίου δράματος.


Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Περνώντας από το Κιλκίς!


Ευρωπός 

Η Ευρωπός είναι από τις σημαντικότερες από αρχαιολογική άποψη, τοποθεσίες της περιοχής, με ευρήματα από την προϊστορική εποχή. Είναι κυρίως γνωστή γιατί εδώ βρέθηκε το περίφημο αρχαϊκό άγαλμα του Κούρου (650πΧ) σε φυσικό μέγεθος (ύψος 1,80μ.), κυκλαδίτικης τεχνοτροπίας και είναι το μοναδικό που ανακαλύφθηκε στο βορειοελλαδικό χώρο φυλασσόμενο στο αρχαιολογικό μουσείο του Κιλκίς. 

Κολχίδα 

Σε απόσταση 6 χλμ νότια της πόλης, στην ανατολική όχθη του Γαλλικού βρίσκεται το χωριό Κολχίδα. Πρόκειται για αρχαίο οικισμό και Ρωμαϊκό σταθμό με το όνομα Κάλλικουμ. Εδώ οι ανασκαφές έφεραν στο φως έναν παλαιοχριστιανικό οικισμό καθώς και τμήματα τρίκλιτης παλαιοχριστιανικής βασιλικής (τέλη 5ου ή αρχές 6ου αιώνα). 

Τούμπα 

Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται το γραφικό χωριό Τούμπα το οποίο είναι γνωστό για το μικρό ύψωμα κοντά στο χωριό όπου βρέθηκαν αντικείμενα μέσης και ύστερης εποχής του χαλκού, εποχής του σιδήρου και μετά, καθώς επίσης και άλλα ευρήματα. Στην περιοχή ανασκάφθηκε συλημένος Μακεδονικός κιβωτιόσχημος τάφος του 4ου - αρχών 3ου αιώνα π.Χ. και ταφικοί τύμβοι. 


Στη χώρα του Μ. Αλεξάνδρου!


Αρχαία Πέλλα 

Η «μεγίστη των εν Μακεδονία πόλεων» συγκλονίζει ακόμη και σήμερα τον επισκέπτη με τα εντυπωσιακά ευρήματα που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη. Η λαμπρή πρωτεύουσα του βασιλείου των Μακεδόνων κάλυπτε έκταση 4.000 στρεμμάτων. H περιήγηση στον εκτεταμένο αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας αποτελεί μια απόδραση στο χρόνο, επιστροφή στην ένδοξη εποχή του Φιλίππου και του Μ. Αλεξάνδρου. 
Το ανάκτορο (60.000 τ.μ.) δεσπόζει στον αρχαιολογικό χώρο, στην κορυφή ενός λόφου. Νοτιότερα, βρίσκεται η μνημειακών διαστάσεων αγορά της πόλης (70.000 τ.μ.), η μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου! Η αγορά περιελάμβανε καταστήματα και εργαστήρια κατασκευής, διοικητικά κτίρια, καθώς και το αρχείο της πόλης. Σε αυτή απέληγε η κεντρική οδός που ξεκινούσε από το λιμάνι: στους αρχαίους χρόνους η Πέλλα επικοινωνούσε με τη θάλασσα με μια πλωτή φαρδιά διώρυγα που κατέληγε σε μια λιμνοθάλασσα. Μάλιστα, είναι ακόμη ορατά ερείπια από τις εγκαταστάσεις του λιμανιού. 
Γύρω από την αγορά αναπτύσσεται το οικιστικό τμήμα της πόλης. Η ρυμοτομία της αρχαίας Πέλλας μοιάζει βγαλμένη από το μέλλον: οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία ορίζονται από δρόμους που τέμνονται κάθετα, καλά μελετημένα συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης!
Οι κάτοικοί της δίκαια θα μπορούσαν να υπερηφανεύονται ότι ζούσαν σε μια πόλη-υπόδειγμα, μπροστά από την εποχή της. Οι διώροφες ιδιωτικές οικίες με τα περιστύλια αντανακλούν τον πλούτο και την ευμάρεια των κατοίκων της αρχαίας Πέλλας. Σημείο αναφοράς τα ψηφιδωτά δάπεδα με τις μυθολογικές παραστάσεις που εκτίθενται στο νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πέλλας: η αρπαγή της Ελένης, η Αμαζονομαχία, το κυνήγι ενός ελαφιού ζωντανεύουν με απαράμιλλο τρόπο μπροστά στα μάτια του επισκέπτη!


Τρίτη 28 Οκτωβρίου 2014

Μήνυμα από τη Θεσσαλονίκη!


«Καλημέρα Θεσσαλονίκη. Καλημέρα Μακεδονία. Καλημέρα Έλληνες απ’ άκρου εις άκρον της χώρας. Σηκώστε το κεφάλι ψηλά». 

Ο χαιρετισμός αυτός του πιλότου του μαχητικού αεροσκάφους επιδείξεως F-16C Block 52 Plus «ΖΕΥΣ» της 115 Πτέρυγας Μάχης, Σμηναγού (Ι) Σωτήρη Στράλλη, και η ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου που ακολούθησε, έκλεισε τη σημερινή στρατιωτική παρέλαση στη Θεσσαλονίκη για την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Σμηναγός Στράλης, μέσα από το πιλοτήριο, ευχήθηκε χρόνια πολλά.


Η Ένωση Μακεδόνων Δυτικής Αττικής τίμησε την Επέτειο του ΟΧΙ


Ο Πρόεδρος της Ένωσης Μακεδόνων Δυτικής Αττικής "Μέγας Αλέξανδρος" κος Καραπέτρος Απόστολος εκπροσωπώντας το Δ.Σ. κατέθεσε σήμερα το πρωί στο Ηρώον της πόλεως του Χαϊδαρίου δάφνινο στεφάνι τιμώντας έτσι την ηρωική επέτειο της 28ης Οκτωβρίου 1940 




Δευτέρα 27 Οκτωβρίου 2014

Σήμερα τιμάται η ελληνική σημαία!


Η ελληνική σημαία γιορτάζει και τιμάται στις 27 Οκτωβρίου, παραμονή της επετείου του «Όχι». Η εθνική σημαία της Ελλάδας περιέχει εννέα ισοπαχείς, οριζόντιες και εναλλασσόμενες λευκές και κυανές παράλληλες λωρίδες. Μέσα σε ένα κυανό τετράγωνο στο πάνω προΐστιο μέρος, υπάρχει ένας λευκός σταυρός. Οι εννέα λωρίδες αντιστοιχούν στις συλλαβές της ιστορικής φράσης "Ελευθερία ή Θάνατος". Ο σταυρός συμβολίζει τους τέσσερις ορίζοντες, (κατά άλλους, είναι πανάρχαιο σύμβολο του δυισμού και συμβολίζει τα τέσσερα στοιχεία της φύσης), ενώ ο σταυρός στον ιστό, το επίσημο θρήσκευμα της χώρας, τον χριστιανισμό.


Η σημαία του λευκού σταυρού σε μπλε φόντο χρησιμοποιήθηκε στην εξέγερση της Μακεδονίας υπό τους Νικοτσάρα και Σταθά το 1807. Αυτή ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807 στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο. Σ’ αυτή ο ηγούμενος Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Αναστάσιο Καρατάσο, τον Λιόλιο Ξηρολειβαδίτη, τον Νικόλαο Τσάμη και πολλούς άλλους. Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. 
Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.



 Σημαία Μακεδόνων αγωνιστών του 1821, με την επιγραφή ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ-ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ. Διαστ.: 1,10Χ 1,40 μ.
 
Σημαίες με σταυρό χρησιμοποιήθηκαν από τις πρώτες μέρες της Επανάστασης του 1821, και μάλιστα κατά την κήρυξη της Επανάστασης την 25η Μαρτίου από τον Επίσκοπο Γερμανό. 
Το 1822, μόλις ένα έτος από την διακήρυξη της ανεξαρτησίας και το ξεκίνημα του αγώνα των Ελλήνων, λαμβάνει χώρα η Α´ Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο. Το "Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος" που προέκυψε από αυτή την συνέλευση, είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Στις παραγράφους ρδ' και ρε' υπάρχει η πρώτη απόφαση για τη μορφή της ελληνικής σημαίας. 
Το Πολίτευμα καθιέρωσε τα χρώματα κυανό και λευκό και ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της. Σύμφωνα με μια θεωρία θέλησαν να αποφύγουν το κόκκινο και το πράσινο, χρώματα δηλαδή που συνδέονταν με την ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με άλλη θεωρία, η επιλογή των χρωμάτων έγιναν για να συμβολίζει το γαλάζιο της θάλασσας του Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων. 
Η πιο διαδεδομένη θεωρία για το πλήθος των λωρίδων, είναι ότι συμβολίζουν τις συλλαβές της φράσης «ελευθερία ή θάνατος», οι πέντε κυανές τις συλλαβές Ε-λευ-θε-ρί-α και οι τέσσερις λευκές ή θά-να-τος. Οι θεωρίες για την επιλογή των χρωμάτων και το συμβολισμό των λωρίδων κρίνονται συχνά ως λαϊκοί θρύλοι. Ωστόσο, πολλές από τις σημαίες της επανάστασης έφεραν μία από τις φράσεις «Ελευθερία ή Θάνατος», «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», ή «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» 

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η Θεσσαλονίκη γιορτάζει!!!


Άγιος Δημήτριος, πολιούχος και προστάτης της Θεσσαλονίκης


Ο ιστορικός ναός του Αγίου Δημητρίου, κόσμημα και καύχημα της Θεσσαλονίκης

Το θρησκευτικό συναίσθημα και οι ιστορικές μνήμες θα κυριαρχήσουν, όπως κάθε χρόνο, στη Θεσσαλονίκη από τις 26 έως τις 28 Οκτωβρίου. Σύμπας ο ελληνισμός, εντός και εκτός της ελληνικής επικράτειας, θα στρέψει και πάλι την προσοχή του στην πρωτεύουσα της Μακεδονίας, αναζητώντας ηθική ανάταση και ψυχική ανακούφιση. 
Εντός ενός και μόνον τριημέρου η Θεσσαλονίκη τιμά τον πολιούχο και προστάτη της, Άγιο Δημήτριο, και εορτάζει δύο εξαιρετικά σημαντικές επετείους, αφενός της απελευθέρωσής της (Α' Βαλκανικός Πόλεμος, Οκτώβριος 1912) και αφετέρου του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου. 
Στις 26 Οκτωβρίου η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου του Μυροβλύτου, ο οποίος αγωνίστηκε για τη διάδοση της χριστιανικής πίστης ως αξιωματικός (ανθύπατος) του ρωμαϊκού στρατού και μαρτύρησε διά λογχισμού επί αυτοκράτορος Μαξιμιανού. 
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου ιδρύθηκε τον 5ο αιώνα από τον έπαρχο του Ιλλυρικού Λεόντιο, στη θέση όπου βρισκόταν ο τάφος του αγίου (εκεί είχε ιδρυθεί από τους θεσσαλονικείς χριστιανούς, μετά την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων, το 313 μ.Χ., ένα μικρό προσευκτήριο προς τιμήν του συμπολίτη τους, μάρτυρα Δημητρίου). Μεγάλο μέρος του εν λόγω ναού καταστράφηκε από πυρκαγιά που εκδηλώθηκε μεταξύ των ετών 629 και 639. 
Ο ναός επανοικοδομήθηκε διευρυμένος από τον επίσκοπο Ιωάννη, λεηλατήθηκε από τους Σαρακηνούς και τους Νορμανδούς, μετατράπηκε δε σε τζαμί από τους Τούρκους επί σουλτάνου Βαγιαζήτ Β'. 
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το 1912, ο ναός λειτούργησε εκ νέου ως χώρος λατρείας και τιμής του Αγίου Δημητρίου. 
Η μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης την 5η και 6η Αυγούστου του 1917 μετέβαλε σε ερείπια τον ιστορικό ναό (διασώθηκαν απλώς λείψανα από τον εξαίρετο γλυπτικό και ζωγραφικό διάκοσμό του), που αναστηλώθηκε εκ βάθρων το 1926 και κατά τα έτη 1946-1949. 
Ο μεγαλοπρεπής ναός του πολιούχου και προστάτη της Θεσσαλονίκης, ένα από τα λαμπρότερα χριστιανικά αρχιτεκτονικά μνημεία, είναι μια πεντάκλιτη βασιλική με αμφικλινή στέγη, νάρθηκα, εγκάρσιο κλίτος και υπερώα επάνω από όλα τα κλίτη και το νάρθηκα. 
Άγιος Δημήτριος: κόσμημα και καύχημα της Θεσσαλονίκης, ο κατεξοχήν λατρευτικός χώρος της πρωτεύουσας της Μακεδονίας. 

Δείτε φωτογραφίες από τη Θεσσαλονίκη εδώ! 

Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Η Βεργίνα στο Νομό Ημαθίας!


Η ανασκαφή του Καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικου και των συνεργατών του στη Μεγάλη Τούμπα του χωριού Βεργίνα Ημαθίας, στην Κεντρική Μακεδονία, έφερε το 1977 στο φως τη σημαντικότερη αρχαιολογική ανακάλυψη του 20ού αιώνα στην Ελλάδα. Στη θέση της σημερινής Βεργίνας, στις υπώρειες των Πιερίων, υπήρξε η πρώτη αρχαία πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου, οι Αιγές.
Ο χώρος των Βασιλικών Τάφων με το σύγχρονο στέγαστρό του φιλοξενεί σήμερα την κυρίως ανασκαφή, καθώς και την έκθεση των σημαντικότερων ευρημάτων από τους τάφους και αποτελεί προστατευόμενο μνημείο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς και μοναδικό στοιχείο τεράστιας ακτινοβολίας.
Στην ίδια περιοχή, που κατοικείται αδιάλειπτα από την 3η χιλιετία π.Χ., βρίσκονται επίσης τα ερείπια της ακρόπολης, του ανακτόρου, του θεάτρου, ιερών και ιδιωτικών κτηρίων, καθώς και εκατοντάδων άλλων τάφων μιας εκτεταμένης νεκρόπολης της αρχαίας πόλης των Αιγών μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια.
Το στέγαστρο εξωτερικά έχει τη μορφή της χωμάτινης Μεγάλης Τούμπας, ενώ στο υπόγειο εσωτερικό του κτίσμα εκτίθενται από το Νοέμβριο του 1997 τάφοι και θησαυροί που βρέθηκαν εκεί.
Στην ομάδα αυτή περιλαμβάνονται τρεις Μακεδονικοί τάφοι: ο ασύλητος τάφος του Φιλίππου Β΄ (ΙΙ) με την τοιχογραφία της σκηνής κυνηγιού σε δάσος, ο επίσης ασύλητος λεγόμενος «τάφος του Πρίγκιπα» (ΙΙΙ), που είναι πιθανόν να ανήκε στον Αλέξανδρο Δ΄, εγγονό του Φιλίππου B’ και γιο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ένας γκρεμισμένος και συλημένος Μακεδονικός τάφος (IV) του 3ου π.Χ. αιώνα. Επίσης ένας συλημένος κιβωτιόσχημος οικογενειακός τάφος (Ι), επονομαζόμενος και ως «Τάφος της Περσεφόνης» με την ασύγκριτη τοιχογραφία της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη και το λεγόμενο «Ηρώον», τόπος λατρείας των νεκρών βασιλικών μελών.
Μερικά από τα σημαντικότερα ευρήματα που εκτίθενται στο χώρο είναι οι δύο χρυσές λάρνακες που περιείχαν η μία τα οστά του Φιλίππου Β΄ και η άλλη τα οστά μιας από τις συζύγους του βασιλιά, καθώς και τα χρυσά στεφάνια βελανιδιάς και μυρτιάς που φορούσαν οι νεκροί. Στον ίδιο χώρο βρίσκεται και το σπάνιο πορφυρό χρυσοκέντητο ύφασμα που τύλιγε τα οστά της βασιλικής συζύγου μαζί με το μοναδικής τέχνης διάδημά της, οι δύο χρυσελεφάντινες κλίνες συμποσίων, τα όπλα και η πανοπλία του Φιλίππου Β΄, τα πολύτιμα σκευή συμποσίων των βασιλικών μελών και η ασημένια τεφροδόχος του «Πρίγκιπα».
Το δέος και η οδύνη των θνητών μπροστά στο θάνατο, το πέρασμα στην άλλη διάσταση των νεκρών στον Άδη, η αίγλη της βασιλικής λάμψης, η συγκίνηση που γεννά το τραγικό τέλος του βασιλικού οίκου των Τημενιδών είναι ιδέες σύμφυτες με τον ατμοσφαιρικό χώρο των βασιλικών τάφων των Αιγών, που εκτίθενται σε ένα χώρο ουδέτερο και σκοτεινό, όπου κυριαρχούν φωτισμένα και λαμπερά μόνον τα αρχαία αντικείμενα και οι τάφοι.

Έφη Καλαμπουκίδου-Πασχάλη
Διπλωματούχος Ξεναγός & Συντηρήτρια Αρχαιοτήτων
  
Περισσότερες πληροφορίες για το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων των Αιγών και τον Αρχαιολογικό Χώρο στην επίσημη ιστοσελίδα εδώ!
 
 

Παρασκευή 24 Οκτωβρίου 2014

Ο μοναχισμός στη Μακεδονία!


Το πολύπλευρο έργο των μονών από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως σήμερα. 

 Οι γνώσεις μας για τον οργανωμένο μοναστικό βίο στη Μακεδονία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι ακόμη ελλιπείς και αποσπασματικές. Οι γραπτές πηγές ελάχιστα βοηθούν στον εντοπισμό μονών, ενώ η αρχαιολογική έρευνα, στην οποία, κυρίως, θα στηριχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα για το θέμα, έχει πολύ έργο ακόμη να επιτελέσει. 
Αρχαιολογικά ευρήματα (παλαιοχριστιανικά συγκροτήματα που μπορούν να ταυτιστούν με μοναστήρια, επιγραφές), τα οποία χρονολογούνται πριν τον 6ο αιώνα και βρίσκονται μακριά από τα μεγάλα εκκλησιαστικό κέντρα της Μακεδονίας, αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη μοναστηριών στο γεωγραφικό αυτό χώρο. Πάντως τον 6ο αιώνα η δραστηριότητα μοναστηριών μαρτυρείται με ασφάλεια, τόσο στα αστικά κέντρα (π.χ. μονή του οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη) όσο και στην περιφέρεια (μοναστηριακά συγκροτήματα στη Θάσο). Στους επόμενους αιώνες οι μαρτυρίες αυξάνουν. 
Το αντιμοναχικό κίνημα της εικονομαχίας (8ος – αρχές 9ου αι.) δεν φαίνεται να επηρέασε ιδιαίτερα τις ούτως ή άλλως εικονόφιλες ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για την πρώτη μεγάλη ακμή του μοναχισμού στη Μακεδονία κατά τους 9ο και 10ο αιώνες. Τα μεγάλα μοναστήρια που εμφανίζονται την περίοδο αυτή συνδέονται με την αξιόλογη ασκητική και ιεραποστολική δραστηριότητα επιφανών, μοναχών και εντάσσονται στη συστηματική προσπάθεια της Κωνσταντινουπόλεως για την πολιτική και πνευματική ανασύνταξη της Βαλκανικής και την προώθηση της οικουμενικής πολιτικής της αυτοκρατορίας. 
Ο όσιος Ευθύμιος, γύρω στο 870, ιδρύει τη μονή Περιστερών στα Βρασταμού (σημερινά Βραστά) Χαλκιδικής, ο μαθητής του Ιωάννης ο Κολοβός κτίζει ομώνυμη μονή κοντά στην Ιερισσό, ενώ ένας δεύτερος μαθητής του, ο όσιος Συμεών, επιτελεί σημαντικό ιεραποστολικό έργο στη Μακεδονία και αργότερα στην κυρίως Ελλάδα όπου ιδρύει πολλά μοναστήρια. Στα ιδρύματα αυτά όπως και σε άλλα που μαρτυρούνται στην περιοχή, παραχωρούνται από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου προνόμια και επαρκείς οικονομικοί πόροι. 
Όλα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το Άγιον Όρος το οποίο, με την ίδρυση της πρώτης μεγάλης κοινοβιακής μονής, της Μεγίστης Λαύρας, από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη (963), θα καταστεί το κέντρο του μοναχισμού όχι μόνο της Μακεδονίας αλλά ολόκληρης της Βαλκανικής. Η άνθηση του μοναχισμού συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες. Παρά τις πολεμικές περιπέτειες και τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας οι μονές στη Μακεδονία πολλαπλασιάζονται εντυπωσιακά και εξελίσσονται σε μεγάλες αγροτικές οικονομικές μονάδες. 
Στα τέλη του 13ου και στον 14ο αιώνα μεγάλα μοναστήρια ιδρύονται στην ύπαιθρο (π.χ. μονή Θεοτόκου της επιλεγόμενης Κοσινίτσας στο Παγγαίο όρος, μονή Προδρόμου Σερρών), ενώ ο αστικός μοναχισμός της Θεσσαλονίκης γνωρίζει πρωτοφανή ανάπτυξη. Μέσα στα τείχη της πόλης αλλά και έξω από αυτά λειτουργούν πολυάριθμα μοναστήρια είτε ανεξάρτητα ή ως μετόχια αγιορείτικων μονών. 
Τα σωζόμενα ως τις μέρες μας δείγματα, με την αρχιτεκτονική τους αλλά ιδίως με τα ζωγραφικά τους σύνολα, μαρτυρούν μνημεία υψηλότατης τέχνης. Η επικράτηση, άλλωστε, του ησυχαστικού κινήματος που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στη Μακεδονία προσδίδει ιδιαίτερη πνευματική αίγλη στον μοναχισμό. Η οθωμανική κατάκτηση οπωσδήποτε υπήρξε μια σκληρή δοκιμασία για τον μοναχισμό της Μακεδονίας. Οι μακρές πολεμικές επιχειρήσεις, η οικονομική δυσπραγία και η δημογραφική αλλοίωση των πληθυσμών εξαιτίας των εξισλαμισμών είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση μεγάλου αριθμού μονών και τον μαρασμό των υπολοίπων. Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν διήρκεσε πολύ. Από τα τέλη ήδη του 15ου αι. και στο πρώτο μισό του 16ου αι., παρατηρείται σταδιακή ανασυγκρότηση του μοναχισμού και νέα άνθηση που μπορεί να παραβληθεί με εκείνη του 9ου-10ου αιώνα. 
Ζηλωτές μοναχοί, οι οποίοι πολύ σύντομα ανακηρύχθηκαν και άγιοι, με στενούς δεσμούς με το πατριαρχείο και ιδιαίτερα με τους πατριάρχες Νήφωνα Β΄ και Ιερεμία Α΄, διατρέχουν τη Μακεδονία, ασκούν ιεραποστολικό έργο στους κλονισμένους πληθυσμούς και ιδρύουν μονές. Το όνομά τους συνδέεται με την Ίδρυση των μεγαλύτερων μοναστηριών της περιοχής (Άγιος Θεωνάς – μονή Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική, άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω – μονή Αγίας Τριάδος στον Όλυμπο, όσιος Νικάνωρ – μονή Ζάβορδας στα Γρεβενά και πολλοί άλλοι). 
Ταυτόχρονα αναβιώνει ο μοναστικός βίος στα διατηρηθέντα μοναστικά κέντρα (Άγιον Όρος, μονές Αν. Μακεδονίας κ.λπ.). Η δήμευση των περιουσιών των μοναστηριών στα 1567 από το σουλτάνο Σελίμ Β΄ και η υποχρέωση για την επαναγορά τους δεν ανέκοψε την ανάπτυξη του μοναχισμού σε όλη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αντίθετα οι μονές θάλλουν, αυξάνονται αριθμητικά και καθίστανται σταθερά κέντρα πνευματικής αλλά και κοινωνικής και οικονομικής αναφοράς για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. 
Ύστερα από μια πρόσκαιρη κάμψη στα μέσα του αιώνα μας και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η νέα άνθηση του ασκητικού ιδεώδους στο χώρο της Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα εμφανής. Μια αναγέννηση που είναι ιδιαίτερα αισθητή στο κατώφλι του 21ου αιώνα. 

(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες» - αφιέρωμα: Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, σ.2-3.) 


Τα πατριαρχικά Μοναστήρια της Μακεδονίας!


Του Γεωργίου Στογιόγλου, Καθηγητού στο Α.Π.Θ. 

 Κατά τη βυζαντινή περίοδο επεκράτησε όταν κτιζόταν ένα Μοναστήρι ο κτίτορας να απευθύνεται στη Μητέρα Εκκλησία, δηλαδή τον Πατριάρχη και την Ιερά Σύνοδο και να ζητεί την ευλογίατους. Παράλληλα, με την ευλογία και τις ευχές ο Πατριάρχης συνόδευε το γράμμα του και με Σταυρόν, σύμβολο ταπεινοφροσύνης των μοναχών και ισχυρού θεμελίου τον οποίο ο κτίτορας τοποθετούσε στα θεμέλια του Ιερού Βήματος του καθολικού ναού. Η πράξη αυτή καθιστούσε το Μοναστήρι Πατριαρχικό Σταυροπήγιο, υπαγόμενο στο εξής, στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριάρχου. 
Σταδιακά ο Πατριάρχης αναγνωρίσθηκε ως ο μόνος χορηγός της σταυροπηγιακής αξίας των μοναστηριών του κλίματός του, με αποτέλεσμα να διατυπώνονται παράπονα από τους επιχώριους επισκόπους, επειδή η εξάρτηση αυτή απογύμνωσε τον οικείο επίσκοπο από ιδρύματα της πνευματικής του δικαιοδοσίας. Το καθεστώς αυτό συνεχίσθηκε καθ’ όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας. 
Στα Πατριαρχικά Σταυροπήγια ο Πατριάρχης χορηγούσε σιγιλλιώδες γράμμα, με το οποίο εξασφαλίζονταν σ’ αυτά η αυτονομία, η αντιδεσποτία, η αδουλωοία και τα καθιστούσε ακαταπάτητα και ανεπηρέαστα από κάθε ιερωμένο και λαϊκό. Στην περίπτωση αυτή μνημόνευαν μόνο το όνομα τον Πατριάρχου. Από το πλήθος αυτών των Μοναστηριών στη Μακεδονία απέμειναν στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μόνο δύο, το της Βλατάδων Θεσσαλονίκης και της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας Χαλκιδικής. Ένα τρίτο υπάρχει, ως γνωστό, στο νησί της Πάτμου. 

Η Μονή των Βλατάδων 

Από τα πολυάριθμα βυζαντινά μοναστήρια, που στο παρελθόν κοσμούσαν τη Θεσσαλονίκη, η Ιερά Πατριαρχική Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων είναι η μόνη λειτουργούσα από τα μέσα του 14ου αιώνα μέχρι σήμερα. Το 1970 το ιστορικό παρελθόν του Ιερού αυτού καθιδρύματος έγινε αντικείμενο συστηματικής έρευνας, ώστε ο ενδιαφερόμενος να έχει κατά το δυνατό ολοκληρωμένη εικόνα του. 
Κτίστηκε στις αρχές του δεύτερου μισού του 14ου αιώνα στα νότια των τειχών της Ακρόπολης από τους αδελφούς Μάρκο και Δωρόθεο Βλατή, όταν μητροπολίτης στην πόλη ήταν ο Γρηγόριος Παλαμάς. Ο Δωρόθεος ήταν γνωστός στους Θεσσαλονικείς για τη μεγάλη πνευματική του ακτινοβολία, γι’ αυτό αναδείχθηκε μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1371-1379). Ο Μάρκος, αδελφός της I. Μονής Λαύρας Αγίου Όρους, πέρασε τον περισσότερο καιρό του στο Όρος. 
Η Μονή έλαβε την επωνυμία της από τους ιδρυτές αδελφούς, αλλά κατά την Τουρκοκρατία προσέλαβε και δεύτερη, ως Τσαούς, προς τιμήν του πρώτου Τούρκου διοικητού, Τσαούς μπέη, για τις πολύτιμες υπηρεσίες του προς τη Μονή και την υπεράσπιση των μοναχών στα δίκαια αιτήματά τους για τη διασφάλιση των πλουσίων κτημάτων της. Κειμήλια Ο ναός αφιερώθηκε στον Παντοκράτορα Σωτήρα Χριστόν ανακαινίσθηκε τρεις φορές, το 1801, το 1907 και τελευταίως στις ημέρες μας έγιναν εργασίες αποκαταστάσεως, κατά τις οποίες απεκαλύφθηκαν και οι τοιχογραφίες της βυζαντινής περιόδου. 
Πλούσια είναι η συλλογή φορητών βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων που φυλάσσονται στο σκευοφυλάκειο και την αίθουσα έκθεσης της Μονής, ίσως από τις καλύτερες συλλογές της Μακεδονίας, εκτός Αγίου Όρους. Αξιόλογη είναι και η συλλογή των βυζαντινών και μεταβυζαντινών χειρογράφων, περί τα 100, κατά το πλείστον λειτουργικού περιεχομένου, μερικά των οποίων μοναδικά στο είδος τους. Ένα από τα αξιολογότερα κειμήλια της Μονής είναι το Καυκίον η άγιον Ποτήριον ή άλλως Αγιόκουπα, το οποίο κατά παράδοση ήταν το Αγιον Ποτήριον του Μυστικού Δείπνου. 
Τα θαύματα που έγιναν κατά την τέλεση αγιασμού με τη χρήση της Αγιόκουπας την έκαναν ξακουστή στη Θεσσαλονίκη και τα περίχωρά της. Η φήμη της έφθασε ως τη ρωσική αυλή του τσάρου, όταν η φιλάσθενη αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα Φεοδώροβνα (1798 – 1860), αποστείλασα πλούσια δώρα στο Μοναστήρι, παρακάλεσε τους μοναχούς να τελέσουν αγιασμό στο ανάκτορό της με την Αγιόκουπα. 

Μετόχια 

Η Μονή είχε στην κυριότητά της πολλά και πλούσια μετόχια μέσα και έξω από την πόλη, τα οποία ήσαν κατοχυρωμένα με πατριαρχικά και μητροπολιτικά γράμματα, καθώς και με φιρμάνια σουλτάνων, το αρχαιότερο των οποίων είναι του έτους 1446 (Μεχμέτ Β΄). Μέσα στη Θεσσαλονίκη έχει στη δικαιοδοσία της εκτός των άλλων τους ναούς του Αγίου Αθανασίου επί της Εγνατίας, του γυναικείου Μοναστηριού του Λαγουδιάτη (Ζωοδόχου Πηγής) και του Αγίου Νικολάου των Ορφανών. Από τα σπουδαιότερα μετόχια με πολλά στρέμματα γης τα κυριότερα ήσαν της Γιανίκοβας Γαλατίστης και του Μπασίς πέρα από τον Φοίνικα ως τη Γεωργική Σχολή. 
Τα έσοδα από αυτά χρησιμοποιήθηκαν όχι μόνο για την επιβίωση των μοναχών και την ενίσχυση της Θεολογικής Σχολής του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και σε προσφορές κοινωνικού, φιλανθρωπικού και εθνικού έργου. Για να διατηρήσουν την κυριότερα αυτών των μετοχιών, οι πατέρες υπεβλήθησαν σε δικαστικούς αγώνες συνεχείς, ώστε σήμερα στο Αρχείο της Μονής σώζονται πάνω από 300 φιρμάνια και άλλα έγγραφα αυτών των υποθέσεων. 

Κύριλλος Λούκαρις 

Στις αρχές του 17ου αιώνα η ακμή της Μονής ανακόπτεται εξαιτίας της κακής διαχείρισης και της ανώμαλης κατάστασης που επικρατούσε στην περιοχή της Μακεδονίας. Το Δεκέμβριο του 1633, ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Λούκαρις, προκειμένου να την περισώσει, την ενέταξε στη Μονή των Ιβήρων του Όρους και ακολούθως για μια εξαετία κηδεμονευόταν από το μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Αθανάσιο. Το 1647 γίνεται και πάλι αυτοτελής με δικό της ηγούμενο. Έκτοτε συνέχισε το βίο της απρόσκοπτα και δεν έλλειψαν οι κατά καιρούς οικονομικές πιέσεις και άλλες δυσκολίες. 

Ηγούμενοι 

Ο αριθμός των μοναχών είχε βέβαια ελαττωθεί και έκτοτε διατηρήθηκε σε χαμηλά επίπεδα. Οι μακρόχρονες ηγουμενίες του Ανθίμου Υψηλού (1713-1736) και Χριστόφορου Δημητρίου (1736-1761) αποδεικνύουν την σταθερή πορεία της Μονής. Ο Ματθαίος Ιβηρίτης (1761-1770) αποδείχθηκε όχι μόνο καλός ηγούμενος αλλά και μεγάλος πατριώτης. Οι Τούρκοι σε δεδομένη ευκαιρία τον εφόνευσαν μέσα στη Θεσσαλονίκη. 
Ακολουθούν οι ηγούμενοι Παρθένιος (1770-1771), Μακάριος (1771-1775), Ιγνάτιος (1775-1814), Βενιαμίν (1814-1815) μετέπειτα επίσκοπος Σερβίων και Κοζάνης, Ιγνάτιος Καλφατζίκης (1815-1821, 1826-1827), Ιγνάτιος Βουτσάς (1821-1826, 1831-1836). 
Κατά τα χρόνια 1836-1865 ακολουθεί περίοδος διοικήσεως της Μονής με επιτρόπους και στη συνέχεια πάλι με ηγουμένους. 
Από το 1965 απετέλεσε κέντρο επιστημονικού ενδιαφέροντος με την ίδρυση του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών, το οποίο υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εμπνευστής και ιδρυτής του υπήρξε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, ο οποίος βοηθήθηκε από τον συντοπίτη του καθηγητή του Πανεπιστημίου Παν. Χρήστου και τον επίσκοπο της Ευαγγελικής Εκκλησίας της Γερμανίας Κunst. 

Έρευνα 

Η έρευνα στο Ίδρυμα αποβλέπει στην έρευνα της Πατερικής Μελέτης και Σκέψεως κατά τους χρόνους της Ορθόδοξης Θεολογίας. Το ίδρυμα διαθέτει αρχείο φωτοστατικών χειρογράφων για εξυπηρέτηση της επιστήμης και εκδίδει δύο περιοδικά και άλλες πατερικές εκδόσεις. Μετά του καθηγητού και πρώτου Διευθυντού Παν. Χρήστου οργανώσαμε την φωτογράφηση και Αρχειοθέτηση των χειρογράφων του Αγίου Όρους και τις έγχρωμες μικρογραφίες, οι οποίες απετέλεσαν την πρώτη αξιόλογη συλλογή αυτού του είδους στην Ελλάδα. Τελευταίως φωτογράφησα για λογαριασμό του Ιδρύματος και τα ελληνικά χειρόγραφα του πατριαρχικού Ιστορικού Ινστιτούτου της Σόφιας Βουλγαρίας. Το έργο αυτό συνεχίζεται. 


Η Αγία Αναστασία η Φαρμακολύτρια 

Το Μοναστήρι της αγίας Αναστασίας, βρίσκεται 30 περίπου χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Θεσσαλονίκης, αριστερά του δρόμου που οδηγεί προς το Αγιον Όρος, μετά τα Βασιλικά. Κατά παράδοση, που δεν τεκμηριώνεται από κανένα ιστορικό στοιχείο, ιδρύθηκε στα τέλη του 9ου αιώνα με τη βοήθεια της βασίλισσας Θεοφανώς της πρώτης γυναίκας του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ΄ του Σοφού. Όμως οι πρώτες μαρτυρίες για την ίδρυση Μοναστηριού, στο χώρο αυτό όπου υπήρχαν ερείπια κάποιου μονυδρίου, ανάγονται στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Το 1522 ο Σιμωνοπετρίτης ιερομόναχος Θεωνάς με συνοδεία και άλλων αδελφών, άγνωστο για ποια αιτία, εγκατέλειψε τη Μετάνοιά του και εγκαταστάθηκε στο τότε «μικρότατον, παλαιότατον και σεσαθρωμένον», σύμφωνα με το βίο του, μονύδριον της Αγίας Αναστασίας. 

Ο ηγούμενος Θεωνάς 

Έκτοτε το μονύδριο ανακαινίζεται και διευρύνεται για να εγκατασταθούν σ’ αυτό εκατόν πενήντα περίπου μοναχοί με ηγούμενο τον Θεωνά. Επιδίδονται με επιτυχία στην καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία, ώστε στα μέσα του 16ου αιώνα αγοράζουν στα Κριτσιανά της Επανωμής μετόχιο πλούσιο, στον πύργο του οποίου σώζεται έως σήμερα επιγραφή με χρονολογία Οκτωβρίου 1530. Την ίδια εποχή ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ αναθέτει στον ηγούμενο Θεωνά την αναστήλωση του κατεστραμμένου μονυδρίου του κυρ Ιωήλ στην ανατολική Θεσσαλονίκη, δηλαδή τη σημερινή εκκλησία της Υπαπαντής του Χριστού. Το Μετόχι αυτό, στο οποίο διέμεινε συχνά ο ηγούμενος της Αγίας Αναστασίας μετά την αναστήλωσή του, έγινε αιτία να γίνει γνωστός στον ευσεβή χριστιανικό λαό της Θεσσαλονίκης, τον οποίο συχνά εξομολογούσε και καθοδηγούσε πνευματικά. Μετά το θάνατο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ, εκλέγεται στην κενή θέση του ο Θεωνάς, όπου παρέμεινε μέχρι του θανάτου του το 1541. Η Εκκλησία τίμησε το πνευματικό του έργο και τον ενέταξε στο αγιολόγιο της. Το Μοναστήρι τιμά πανηγυρικώς κάθε χρόνο τη μνήμη του και διαφυλάσσει με ιδιαίτερη ευλάβεια το ιερό σκήνωμά του. 
Μεγάλο ενδιαφέρον επέδειξαν για το Μοναστήρι οι Οικουμενικοί Πατριάρχες Ιερεμίας Α', Διονύσιος και Μητροφάνης Γ'. Ο τελευταίος το Σεπτέμβριο του 1585 κατόπιν αιτήσεως των μοναχών, προκειμένου να αποφύγουν τις επεμβάσεις του πλησιοχώρου επισκόπου Αρδαμέρεως και Γαλατίσης, με γράμμα του το ανακήρυξε Πατριαρχικό Σταυροττήγιο, αυτοδέσποτο, αδούλωτο και ακαταπάτητο. Ιδιαίτερα το συνέδραμαν ποικιλοτρόπως οι μητροπολίτες και επίσκοποι της Θεσσαλονίκης Ιωάσαφ Αργυρόπουλος, Κίτρους Δαμασκηνός, Σερβίων Λεόντιος και ο Μακάριος (1565). 

 Η ακμή της μονής 

Κατά το δεύτερο μισό του 16ου αι. το Μοναστήρι ανέρχεται στη μεγαλύτερη ακμή του, αφού σ’ αυτό και τα πλούσια Μετόχια του μόναζαν περίπου 300 μοναχοί, πολλοί από τους οποίους διακρίθηκαν για τη λογιότητα και τα πνευματικά τους προσόντα. Η μεγάλη ακμή του συνεχίσθηκε και κατά τον επόμενο αιώνα, όπως έγραψε ο επίσκοπος Αρδαμερίου και Γαλατίσσης Μελέτιος σε ένα γράμμα του: «Έχον μοναχούς πεντακόσιους και επέκεινα ένδοθεν και έξωθεν διότι έχει κτήματα πολλά, αγρούς, αμπελώνας και ετέρας μονάς μακράς εις αποδοχήν των μοναχών ζεύγη βοβαλικά και βοΐδια διακόσια πεντήκοντα και επέκεινα· ίππους τε οραιοτάτους και ημιόνους, προβάτων τε και ερηφίων χιλιάδας τεσσάρας και επέκεινα. Ένδοθεν δε το μοναστήριον πάνυ καλώς κατασκευασμένον, ο δε ναός ένδοθεν ευτρεπισμένος ωραιώτατα· έχων διάφορον κόσμον εκκλησιαστικόν, βιβλία παλαιά των αγίων Πατέρων, λείψανα αγίων διαφόρων… την κάραν της αγίας Αναστασίας… κακοπαθούσι δε πλείστα υπό των ασεβών αενάως, διότι η αυτών μονή έμπροσθεν αυτών υπάρχει». 
Την περίοδο αυτή, ο πατριάρχης Κύριλλος (Ιούλιος 1630) με γράμμα του, υπήγαγε στην Αγία Αναστασία ακόμη ένα ναό της Θεσσαλονίκης, την Εκκλησία του Αγίου Υπατίου (σημερινή Παναγία Δεξιά) που ήταν εξάρτημα του παρακείμενου μοναστηρίου του Αγίου Παντελεήμονα με τον ομώνυμο ναό. Αργότερα τις εκκλησίες του αγίου Υπατίου και της Υπαπαντής θα τις διεκδικήσει η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης και τελικά θα περιέλθουν στην κυριότητά της, επειδή ανέκαθεν λειτουργούσαν ως ενοριακές. 

Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ 

Στα τέλη του 18ου αιώνα το Μοναστήρι κάηκε. Οι πατέρες το ξαναέκτισαν, αλλά περιέπεσαν σε οικονομικές περιπέτειες, διότι τα έξοδα ήσαν πολλά και αναγκάστηκαν να συνάψουν δάνειο, το οποίο αδυνατούσαν να εξοφλήσουν. Ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄ αποκατέστησε την διασαλευθείσα τάξη στο Μοναστήρι και με σιγιλλιώδες Γράμμα, που εξέδωσε το Σεπτέμβριο του 1797, επανέφερε στην κυριότητα των μοναχών τους δύο ναούς της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης του κυρ Ιωήλ και του Αγίου Υπατίου και καθόρισε καλή λειτουργία του Μοναστηρίου και των τεσσάρων πλουσίων μετοχίων, δηλαδή του Αμπελώνα της Αγίας Τριάδος στους πρόποδες της Αγίας Αναστασίας, τα Κριτσανά στην παραλία του Θερμαϊκού, το Άγιο-Αναστασίτικο στην Παλλήνη της Κασσάνδρας και το παραθαλάσσιο Καρβουνά, κοντά στο χωριό Καρδία. 
Συνολικά τα Μετόχια υπολογίζονταν σε πολλές χιλιάδες στρέμματα, αφού μόνο της Κασσάνδρας περιελάμβανε είκοσι χιλιάδες, από τις οποίες τα 2.000 ήσαν καλλιεργήσιμη γη. Το Μετόχι του Αγίου Ιωάννου του Βαπτιστού στη Βλαχία κατασχέθηκε από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο Κούζα το 1862. Στον αγώνα του 1821 το Μοναστήρι πρόσφερε τις υπηρεσίες του χωρίς φειδώ, γι’ αυτό οι Τούρκοι, αν και πατριαρχικό, το κατέστρεψαν, οι δε μοναχοί διασκορπίστηκαν στα Μετόχια. Μόλις το 1830 μπόρεσαν να επιστρέψουν στο καμένο και λεηλατημένο Μοναστήρι για να ξαναρχίσουν την ανοικοδόμησή του. Το 1835 έγιναν τα εγκαίνια επισήμως από τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Μελέτιο, Κασσανδρείας Ιάκωβο και τον επίσκοπο Αρδαμερίου Δανιήλ. 

Νέες περιπέτειες 

Σε νέες περιπέτειες περιέπεσαν οι μοναχοί, όταν στις 27 Ιουλίου 1853 το Μοναστήρι και πάλιν καταστράφηκε από πυρκαϊά. Η ανοικοδόμησή του που άρχισε τον ίδιο χρόνο καταχρέωσε τους μοναχούς και τους οδήγησε σε μεγάλη αμηχανία. Παράλληλα οι ενορίτες στη Θεσσαλονίκη αφαίρεσαν οριστικώς από την κυριότητα του Μοναστηρίου τους δυο ναούς και τους εστέρησαν του εισοδήματος των. Η οικονομική δυσπραγία και οι εσωτερικές και εξωτερικές διενέξεις των μοναχών αναμεταξύ τους και με τους ενορίτες της μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, είχαν ως συνέπεια να ελαττωθεί αισθητά ο αριθμός των μοναχών στα τέλη του 19ου αιώνα, απομεινάντων μόνον τριάντα. 
Το Πατριαρχείο στην προσπάθεια του να βοηθήσει τους μοναχούς καθόρισε επόπτες και διαχειριστές τους μητροπολίτες Θεσσαλονίκης Ιωακείμ Δημητριάδη (1874-1878) και Αθανάσιο, καθώς και τον επίσκοπο Αρσαμερίου Δωρόθεο, πλαισιωμένους από τριμελή επιτροπή λαϊκών. Ο μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Αλέξανδρος, στον οποίο αργότερα ανατέθηκε η επιστασία και η διοίκηση του Μοναστηριού, δεν κατάφερε να μειώσει το χρέος του Μοναστηρίου γι αυτό το Πατριαρχείο τον αντικατέστησε με τον μητροπολίτη Κασσανδρείας Ειρηναίο. Αυτός πράγματι κατόρθωσε μέσα σε μια δεκαετία και το χρέος να εξοφλήσει, αλλά και να ιδρύσει ιερατική Σχολή στο Μοναστήρι, η οποία άρχισε να λειτουργεί με δική του δαπάνη το Σεπτέμβριο του 1919. 
Το 1952 το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Ελληνικό Δημόσιο συνεβλήθησαν για την παραχώρηση 7.300 στρεμμάτων του Μοναστηρίου στους ακτήμονες της Χαλκιδικής. Τελευταίως η προσπάθεια και οι αγώνες του πρώην μητροπολίτου Ιερισσού, Αγίου Όρους και Αρδαμερίου, Παύλου να περιέλθει το Μοναστήρι στη δικαιοδοσία του δεν ευωδόθηκαν και τελικά, το 1969, αποκαταστάθηκε οριστικά η κυριαρχία του Οικουμενικού Πατριαρχείου σ’ αυτό. 

(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες» - αφιέρωμα: Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, σ.27-29.) 


Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Ο Σύλλογος Πελοποννησίων Χαϊδαρίου "Ο ΜΩΡΙΑΣ" για τη Μακεδονία!!!

Διαβάστε την επιστολή του Συλλόγου Πελοποννησίων Χαϊδαρίου "Ο ΜΩΡΙΑΣ" για τη Μακεδονία, που γράφτηκε και κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό το 1992. Μια εποχή που υπήρχε μεγάλη ένταση και κινητικότητα γύρω από το Μακεδονικό ζήτημα.

Για την ιστορία, το Δ.Σ. του Συλλόγου Πελοποννησίων "Ο ΜΩΡΙΑΣ" εκείνη την εποχή απαρτιζόταν από τους: Μπερεδήμα Βασίλειο, Γκουτζουρή Μιχαήλ, Θεριουδάκη Κων/νο, Μελέτη Σωτήριο, Νιάρχου Ελένη, Χαρόπουλο Γρηγόριο και Μπενέα Γεώργιο.




Μονές στις πλαγιές του Ολύμπου!


Του Απόστολου Αθ. Γλαβίνα Καθηγητή του Τμήματος Θεολογίας του ΑΠΘ 

Ο Άγιος Διονύσιος που γεννήθηκε στη Σλάταινα, τη σημερινή Δρακότρυπα της Καρδίτσας, στα τέλη του 15ου αι., υπήρξε ένας πνευματικός καθοδηγητής με υπέροχες αρετές και ένας Έλληνας με έντονη εθνική συνείδηση. Γι’ αυτό δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, ύστερα από πλούσια ασκητική εμπειρία και μεγάλη πνευματική προσφορά στα Μετέωρα, στο Άγιον Όρος, στην περιοχή της Βέροιας και στο Πήλιο, επέλεξε τελικός τον Όλυμπο για να κτίσει το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας, που αργότερα έγινε γνωστό ως μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω και να δώσει στο βουνά αυτά, σύμβολο ελληνικής διάρκειας και κλέφτικης ελευθερίας και χριστιανική διάσταση. 
Λίγο πριν από το 1535 ο Άγιος Διονύσιος έφτασε στον Όλυμπο, όπου σε θαυμάσια τοποθεσία άρχισε να κτίζει το φημισμένο καθ’ όλη την τουρκοκρατία και μέχρι σήμερα μοναστήρι, που αφιέρωσε, ύστερα από θεϊκή αποκάλυψη, στην Αγία Τριάδα, στη θέση Παλαιομονάστηρο, στα βορειοδυτικά του σημερινού μοναστηριού, όπου σώζεται ακόμη πύργος μικρών διαστάσεων και κάποια ίχνη περιτειχίσματος. 
Η πρώτη αυτή προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε, γιατί ο Διονύσιος αναγκάστηκε να μεταβεί στο Πήλιο, όπου έκτισε το μοναστήρι της Αγίας Τριάδας της Σουρβιάς. Λίγο αργότερα επέστρεψε στον Όλυμπο και έκτισε σε υψόμετρο 850 περίπου μέτρων, σε χαράδρα από την οποία τρέχουν τα νερά του Ενιπέα ποταμού, το μοναστήρι που σώζεται μέχρι σήμερα. 

Το Καθολικό 

Ο Άγιος Διονύσιος έκτισε τον κυρίως ναό (το Καθολικό) περιέβαλε το μοναστήρι με τείχος, φρόντισε για τα κελιά των μοναχών, αξιοποίησε τα νερά του Ενιπέα για μύλους και ενδιαφέρθηκε για τη ζωοτροφία. Πέρα απ’ αυτά, αξιοποίησε τη γύρω από το μοναστήρι περιοχή και τα υπάρχοντα σπήλαια, κτίζοντας μικρούς ναούς και παρεκκλήσια, στα οποία έδωσε ονόματα συνδεόμενα με τους Αγίους Τόπους, τους οποίους είχε επισκεφθεί δύο φορές. Ο Άγιος Διονύσιος πέθανε στις 23 Ιανουαρίου 1541 και τάφηκε στο αριστερό μέρος του νάρθηκα του Καθολικού. Ο τάφος του σωζόταν μέχρι το 1943, ενώ η κάρα του χάθηκε στις 12 Ιουλίου 1890 στη Νιγρίτα. Στο αρχείο του μοναστηριού σώζεται το τουρκικό έγγραφο ίδρυσης του μοναστηριού με χρονολογία 17/26 Απριλίου 1542, που, όπως φαίνεται, εκδόθηκε στο όνομα του Αγίου Διονυσίου μετά το θάνατό του. Από το 1534 μέχρι τις 23 Απριλίου 1943, που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς των Γερμανών, γιατί αποτελούσε κέντρο αντιστασιακών, το μοναστήρι γνώρισε ζωή πολυκύμαντη αλλά και εθνωφελή. 
Ο Διονύσιος το ανήγαγε σε περιωπή και πατριάρχες κατά καιρούς το περιέβαλλαν με ενδιαφέρον και περιφρουρούσαν με σιγίλλια τα δίκαιά του, όπως και σε στιγμές δύσκολες μεριμνούσαν για την επίλυση των προβλημάτων του. Τον Φεβρουάριο του 1753 ο Πατριάρχης Κύριλλος Ε΄ επικύρωσε τη σταυροπηγιακή αξία και ελευθερία του, η οποία είχε δωριθεί σ’ αυτό πιο μπροστά με σιγιλλιώδη πατριαρχικά γράμματα. Στα κατοπινά χρόνια οι πατριάρχες Ιωαννίκιος Γ΄ (Μάιος 1762), Σαμουήλ Χαντζερής (28 Νοεμβρίου 1767), Γρηγόριος Ε΄ (Νοέμβριος 1779) και Κύριλλος Στ΄ (Φεβρουάριος 1814) περιφρούρησαν το μοναστήρι και τον πατριαρχικό και σταυροπηγιακό χαρακτήρα του. Τον Δεκέμβριο του 1855 υπογράφηκε από τον Πατριάρχη Κύριλλο Στ΄ ο Κανονισμός του μοναστηριού. Σαράντα περίπου χρόνια με την ίδρυσή του, τη μονή είχε 200 μοναχούς όπως αναφέρει ο Θεόδιος Ζυγόμαλάς. 
Μέχρι τα μέσα του 18ου αι., το μοναστήρι έφερε το όνομα της Αγίας Τριάδας. Το 1762 αναφέρεται ως μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου και της ζωαρχικής Τριάδας, ενώ αργότερα επικράτησε η σημερινή ονομασία. Το 1752 καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά και μόνο ο ναός του σώθηκε, αφού υπέστη μεγάλη βλάβη. Το μοναστήρι ξανακάηκε στα 1790 και κατά την Επανάσταση του 21 καθώς και το 1877. Υπάρχει έγγραφο με χρονολογία 3 Νοεμβρίου 1827 «εκ του στρατοπέδου του κατά την Μονήν Αγίου Διονυσίου του εν Ολύμπω». Με βάση τη μαρτυρία αυτή η πυρπόληση από τους Τούρκους πρέπει να τοποθετηθεί το 1828. 
Σήμερα, από το παλαιό μοναστήρι σώζονται μέρη του κυρίως ναού, ο οχυρωματικός περίβολος και ο πύργος στη βορειοανατολική πλευρά. Η δυτική πτέρυγα, όπως και η ανατολική έχουν μεγάλα προβλήματα· οι δύο άλλες πτέρυγες διατηρούνται στο αρχικό ύψος τους, χωρίς την αυθεντική τους στέγη. Σημαντική ήταν η περιουσία, όπως γίνεται γνωστό από κατάστιχο του 1905, που δημοσιεύθηκε το 1988, σπουδαία ήταν η βιβλιοθήκη του και πλούσιο το σκευοφυλάκιο, όπως φαίνεται από τα σωζόμενα χειρόγραφα, βιβλία, σκεύη και άμφια. 
Το μοναστήρι είχε το μετόχι Σκάλα και το μετόχι Αγία Παρασκευή· ναΰδρια και παρεκκλήσια· υδρόμυλους και ένα βυρσοδεψείο· καλλιεργήσιμες γεωργικές εκτάσεις• εκμεταλλεύσιμες δασικές εκτάσεις και κοπάδια γιδοπρόβατα. 

 Η Βιβλιοθήκη 

Η βιβλιοθήκη είχε χειρόγραφους κώδικες, έντυπα βιβλία και διάφορα έγγραφα, πολλά από τα οποία καταστράφηκαν από τις πυρκαγιές. Λίγα από τα χειρόγραφα βρίσκονται στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, ενώ μερικά έχουν εντοπισθεί σε άλλες βιβλιοθήκες. Στη βιβλιοθήκη του μοναστηριού, στο μετόχι Σκάλα, υπάρχουν πάνω από εκατό έντυπα βιβλία και πάνω από διακόσια πενήντα βρίσκονται σήμερα στη βιβλιοθήκη της Ιεράς Θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Στο σκευοφυλάκιο σώζονται ακόμη αρκετά κειμήλια, έργα τέχνης, άμφια σκεύη και εικόνες. Σημαντικό είναι ένα αυτοκρατορικό οκάζιο των αδελφών αυτοκρατόρων της Ρωσίας Ιωάννη και Πέτρου Αλέξιου, με χρονολογία 13 Ιουνίου 1694. Η 9η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων έχει εκπονήσει μελέτη στερέωσης και αναστήλωσης του, που σήμερα στεγάζεται λίγο έξω από το Λιτόχωρο, στο μετόχι Σκάλα. 

Άλλα μοναστήρια 

Στην είσοδο των στενών της Πέτρας, είκοσι περίπου χιλιόμετρα δυτικά της Κατερίνης, στον αυτοκινητόδρομο Κατερίνης-Ελασσόνας, ανθούσε κάποτε το μοναστήρι της Πέτρας, που γιόρταζε στις 21 Νοεμβρίου, γιορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου. Ο σημερινός ναός, που είναι βασιλική με τρούλλο, χτίστηκε το 1754 και επισκευάστηκε το 1815. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο, τα εντοιχισμένα παλαιοχριστιανικά και βυζαντινά γλυπτά και οι εικόνες της ύστερης τουρκοκρατίας δίνουν μια γεύση από την ιστορία του και ενισχύουν την παράδοση που το θέλει βυζαντινό. Το κτίσμα του, το οποίο στο παρελθόν είχε χρησιμεύσει ως Σανατόριο, λειτουργεί στις μέρες μας ως θεραπευτήριο Ψυχικών Νοσημάτων. 
Κοντά στην Πέτρα και στη Βροντού βρίσκεται, μέσα σε χαράδρα, το αγίασμα και το προσκυνητάρι της Αγίας Κόρης, παρθένου από τη Βρόοντού ή τα Γιάννενα, που κατέφυγε εκεί για να αποφύγει τις άνομες επιθυμίες και ορέξεις του Αλή πασά των Ιωαννίνων ή άλλου Τούρκου πασά. 
Ανάμεσα στις κοινότητες Ρυάκια (Ρυάνδανη) και Παλαιόστανη και οχτώ περίπου χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Κολινδρού βρίσκεται το μοναστήρι της Κοίμησης της Θεοτόκου Μακρυρράχης. Η πρώτη γνωστή μαρτυρία για αυτό ανάγεται στα 1728. Το 1822 πυρπολήθηκε από τον Εμπού Λουμπούτ και ξανακτίστηκε το 1840, όπως αναφέρει ο Γάλλος Λέοντας Εζέ, που το επισκέφθηκε στις 15 Αυγούστου 1858. Το μοναστήρι διέθετε σημαντική αγροτική και δασική περιουσία με τρία τσιφλίκια (της Μηλιάς, της Μουρτσιάνης και της Συκιάς) και ένα μετόχι μέσα στον Κολινδρό. Το Δεκέμβριο του 1995 από επαρχιακό ή ενοριακό μοναστήρι έγινε πατριαρχικό. Κατά τον εμφύλιο καταστράφηκε και ο ναός του ξανακτίστηκε το 1958. Από το 1993, με την εγκαταβίωση σ’ αυτό δύο μοναζουσών, άρχισαν να ανεγείρονται νέα κτίσματα· από το παλαιό μοναστήρι δεν σώζεται τίποτε. Σήμερα το μοναστήρι της Μακρυρράχης, όπως και το παλαιό μοναστήρι του Γενεσίου της Θεοτόκου των Κανάλλων, που βρίσκεται κοντά στο χωριό Καρυά Ολύμπου, είναι μετόχια του Αγίου Διονυσίου. 
 Γυναικεία Μοναστήρια, που λειτουργούν σήμερα, είναι δύο: του Οσίου Εφραίμ (1985), κοντά στην Κονταριώτισσα και του Αγίου Αθανασίου στον Κολινδρό (1987). 
Στην άλλοτε Επισκοπή Κίτρους υπαγόταν το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου Σφίνιτσας, κοντά στο χωριό Αγκάθια Ημαθίας, ενώ το 1918 αναφέρονταν ως επαρχιακά ή ενορία και μονύδρια η Ζωοδόχος Πηγή Βρομερής, η Αγία Παρασκευή Μαλαθριάς, ο Άγιος Γεώργιος Ρητίνας και ο Προφήτης Ηλίας Βούλτσιστας, που είναι μετόχι του αγιορείτικου μοναστηριού του Αγίου Γρηγορίου. 
Τέλος, τα μοναστήρια της Παναγίας Πυργετού, της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και των Αγίων Θεοδώρων Ραψάνης, της Αγίας Τριάδας Σπαρμού και της Αγίας Τριάδας Κλημάδων βρίσκονται μεν στον Όλυμπο, ανήκουν όμως στη Θεσσαλία. 

(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες» - αφιέρωμα: Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, σ.18-19.)


Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ζήτω η 28η Οκτωβρίου 1940


Η Ένωση Μακεδόνων Δυτικής Αττικής θα συμμετάσχει στις προγραμματισμένες εορταστικές εκδηλώσεις των Δήμων που δραστηριοποιείται παρακολουθώντας τις Δοξολογίες και καταθέτοντας δάφνινα στεφάνια στα Ηρώα των πόλεων!



Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Αρμονική συνύπαρξη της φύσης με τα κτίσματα στο Άγιον Όρος!


Το περιβάλλον του Αγίου Όρους δεν έμεινε αναλλοίωτο από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: α) οικοδομικές δραστηριότητες (κτίσματα) για την κάλυψη οικιστικών και λειτουργικών αναγκών, β) γεωργικές καλλιέργειες για την κάλυψη επισιτιστικών αναγκών και γ) εκμετάλλευση δασών (υλοτομικές δραστηριότητες) για την κάλυψη αναγκών σε ξυλεία και καυσόξυλα.

Α) Οικοδομικές δραστηριότητες (κτίσματα)

Είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος επιλογής των θέσεων εγκατάστασης των Ι. Μονών, των παραρτημάτων τους και των βοηθητικών χώρων. Σχεδόν όλα τα μοναστήρια αλλά και οι σκήτες, τα καθίσματα (σπίτια), οι αρσανάδες κ.λπ. έχουν κτισθεί σε τέτοιες θέσεις και με τέτοιο τρόπο ώστε να βρίσκονται, εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων, σε απόλυτη σχεδόν αρμονία με το φυσικό περιβάλλον. Τα υλικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, πέτρα, ξύλο, πλάκες, τούβλα, ταιριάζουν (δένουν) κατά τρόπο αξιοθαύμαστο με το τοπίο και τα φυσικά στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου. Αυτό σημαίνει ότι σε ανύποπτο χρόνο, όταν κανείς δε μιλούσε για οικολογικές επιπτώσεις και διαφύλαξη του τοπίου, γιατί ούτε η οικολογία ούτε η αισθητική του τοπίου είχαν αναπτυχθεί, οι μοναχοί είχαν έμφυτη την περιβαλλοντική ευαισθησία, μια ευαισθησία που προέκυπτε από τους κανόνες της μοναχικής ζωής και της ορθόδοξης πίστης που επιβάλλουν το σεβασμό του περιβάλλοντος και της αισθητικής του τοπίου. Χωροτάκτες και οικολόγοι θα μπορούσαν να διδαχθούν πολλά από το Άγιον Όρος για την ορθή επιλογή του χώρου και τη χρήση των υλικών δόμησης, το σεβασμό του τοπίου και την εναρμόνιση των κτισμάτων προς το δεδομένο τοπίο.

Β) Γεωργικές καλλιέργειες

Οι γεωργικές καλλιέργειες στο Όρος αποσκοπούσαν και αποσκοπούν στην κάλυψη ή συμπλήρωση των αναγκών διατροφής (επισίτισης) των μοναχών, μέσα στα πλαίσια των τροφικών συνηθειών τους. Σπάνια, και μόνο σε ορισμένα κελλιά ή σκήτες, η γεωργική παραγωγή αποσκοπούσε στην εξασφάλιση κάποιου εισοδήματος, όπως π.χ. από την καλλιέργεια των λεπτοκαρυών. Οι κυριότερες καλλιέργειες ήταν και είναι:
Λαχανόκηποι: Βρίσκονται συνήθως πλησίον των Ι. Μονών και εξασφαλίζουν σε σημαντικό βαθμό τις ανάγκες των μοναχών σε φρέσκα λαχανικά. Οι λαχανόκηποι ιδρύονται είτε σε ομαλές εκτάσεις που περιβάλλουν τις Μονές ή τα σπίτια, είτε σε βαθμίδες (πεζούλια) και δένουν αρμονικά τόσο με το περιβάλλον (τοπίο), όσο και με τα κτίσματα των Ιερών Μονών.
Ελαιώνες: Η ελιά και το ελαιόλαδο αποτελούν βασικά στοιχεία της διατροφής των μοναχών. Γι’ αυτό και η ελαιοκομία είχε τη μεγαλύτερη διάδοση από όλες τις καλλιέργειες, σε έκταση, στο Άγιον Όρος. Οι καλλιεργούμενοι ελαιώνες, συνήθως σε μικρές βαθμίδες, είναι τέλεια προσαρμοσμένοι στο τοπίο, δεδομένου ότι η αγριελιά αποτελεί συστατικό στοιχείο των φυσικών οικοσυστημάτων της περιοχής.
Αμπελουργία: Μετά τους λαχανόκηπους και τους ελαιώνες η αμπελουργία αποτελούσε κάποτε μία από τις βασικές γεωργικές ενασχολήσεις, διότι η χρήση του «οίνου» αποτελεί απαραίτητο τελετουργικό στοιχείο αλλά και συνοδεύει τα γεύματα των μοναχών τις ημέρες που δεν νηστεύουν. Το ίδιο δένουν με το περιβάλλον και οι υπάρχοντες ακόμα αμπελώνες.
Οπωρώνες: Αν εξαιρέσει κανείς τους λεπτοκαρυώνες, οι οποίοι καλλιεργούνται σε ορισμένες σκήτες και κυρίως σε κελλιά (σπίτια), και αποτελούσαν παλιότερα σημαντική πηγή προσόδου, συστηματικοί οπωρώνες δεν υπάρχουν στο Άγιον Όρος. Τα οπωροφόρα δέντρα, μηλιές, αχλαδιές, κερασιές, ροδακινιές, βερικοκιές και κυρίως καρυδιές, καλλιεργούνται στα κράσπεδα των λαχανόκηπων ή σε μικρές σχετικά επιφάνειες, και τα προϊόντα τους συμπλήρωναν και συμπληρώνουν και σήμερα, εποχιακά, την τράπεζα των μοναχών και των επισκεπτών. Οι οπωρώνες από τη φύση τους, όχι μόνο δε διαταράσσουν το τοπίο, αλλά επειδή βρίσκονται σε περιοχές γύρω από τα μοναστήρια, τις σκήτες και τα κελλιά, ή κοντά σ’ αυτά όπου το περιβάλλον είναι κατά κανόνα υποβαθμισμένο, ομορφαίνουν με τα άνθη τους και τα χρώματα των καρπών και των φύλλων τους το τοπίο.

Γ) Υλοτομίες – Δασική εκμετάλλευση

Η χερσόνησος του Αγίου Όρους εμφανίζει τη μεγαλύτερη δασοβρίθεια (δασοκάλυψη) από οποιαδήποτε άλλη περιοχή της Ελλάδας. Το ποσοστό δασοκάλυψης ανέρχεται σε 90% περίπου, έναντι 40% της υπόλοιπης Χαλκιδικής και 25% της Χώρας. Οι σχέσεις των μοναχών με το δάσος και τα προϊόντα του αρχίζουν από την εποχή της πρώτης εγκατάστασης τους στο Όρος. Από το δάσος προμηθεύτηκαν ξυλεία για τις ανάγκες κατασκευής και συντήρησης των μοναστηριών, σκητών, κελλιών, αρσανάδων, καθισμάτων (σπιτιών) και λοιπών κτισμάτων, υποστυλώματα για τους αμπελώνες και τους λαχανόκηπους, και καυσόξυλα για την κάλυψη των ενεργειακών τους αναγκών. 
Επειδή τα μέσα υλοτομίας και οι δυνατότητες συγκομιδής και μεταφοράς του ξύλου ήταν περιορισμένες, η εκμετάλλευση των δασών γινόταν μόνο για την κάλυψη των αναγκών των Ιερών Μονών, σκητών, κελλιών κ.λπ., και περιοριζόταν στα τμήματα του δάσους που τις περιέβαλλαν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο εμφανίζονται σχεδόν όλα τα δάση που περιβάλλουν τις Ιερές Μονές, και ιδιαίτερα εκείνα των αειφύλλων πλατύφυλλων περισσότερο ή λιγότερο υποβαθμισμένα. 
Τα είδη όμως που συνθέτουν τα δασικά οικοσυστήματα του Αγίου Όρους, από τη φύση τους, έχουν μια μεγάλη αναπλαστική και αναπαραγωγική ικανότητα, και οι «πληγές» και τα κενά που δημιουργούνταν μετά από κάθε υλοτομία έκλειναν σύντομα, και το τοπίο καθώς και η δομή των δασικών οικοσυστημάτων έμειναν σχεδόν ανέπαφα. Ακόμη και μετά από πυρκαγιά, τα οικοσυστήματα αυτά, τα οποία είναι προσαρμοσμένα στις πυρκαγιές, αναλαμβάνουν και ανορθώνονται εύκολα λόγω της υψηλής παραβλαστικής ικανότητας και της ευκολίας αναγέννησης, μετά από πυρκαγιά, των ειδών που τα συνθέτουν.Από τα μέσα του 19ου αιώνα, αρχίζει μια νέα σχέση των μοναχών με το δάσος με την έναρξη υλοτομιών όχι μόνο για την κάλυψη «ιδίων» αναγκών, αλλά και για την εμπορία ξύλου.

 Σπύρος Ντάφης, Ομ. Καθηγητής Δασοκομίας Α.Π.Θ

Πηγή: «Το φυσικό κάλλος του Αγίου Όρους», "The natural beauty of Mount Athos", Ημερολόγιο 2003, έκδοση «Αγιορείτικη Εστία».