Το πολύπλευρο έργο των μονών από την πρώιμη βυζαντινή περίοδο έως σήμερα.
Οι γνώσεις μας για τον οργανωμένο μοναστικό βίο στη Μακεδονία κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο είναι ακόμη ελλιπείς και αποσπασματικές. Οι γραπτές πηγές ελάχιστα βοηθούν στον εντοπισμό μονών, ενώ η αρχαιολογική έρευνα, στην οποία, κυρίως, θα στηριχθούν ασφαλέστερα συμπεράσματα για το θέμα, έχει πολύ έργο ακόμη να επιτελέσει.
Αρχαιολογικά ευρήματα (παλαιοχριστιανικά συγκροτήματα που μπορούν να ταυτιστούν με μοναστήρια, επιγραφές), τα οποία χρονολογούνται πριν τον 6ο αιώνα και βρίσκονται μακριά από τα μεγάλα εκκλησιαστικό κέντρα της Μακεδονίας, αποτελούν ενδείξεις για την ύπαρξη μοναστηριών στο γεωγραφικό αυτό χώρο. Πάντως τον 6ο αιώνα η δραστηριότητα μοναστηριών μαρτυρείται με ασφάλεια, τόσο στα αστικά κέντρα (π.χ. μονή του οσίου Δαβίδ στη Θεσσαλονίκη) όσο και στην περιφέρεια (μοναστηριακά συγκροτήματα στη Θάσο).
Στους επόμενους αιώνες οι μαρτυρίες αυξάνουν.
Το αντιμοναχικό κίνημα της εικονομαχίας (8ος – αρχές 9ου αι.) δεν φαίνεται να επηρέασε ιδιαίτερα τις ούτως ή άλλως εικονόφιλες ευρωπαϊκές επαρχίες της αυτοκρατορίας. Έτσι μπορούμε να μιλούμε για την πρώτη μεγάλη ακμή του μοναχισμού στη Μακεδονία κατά τους 9ο και 10ο αιώνες.
Τα μεγάλα μοναστήρια που εμφανίζονται την περίοδο αυτή συνδέονται με την αξιόλογη ασκητική και ιεραποστολική δραστηριότητα επιφανών, μοναχών και εντάσσονται στη συστηματική προσπάθεια της Κωνσταντινουπόλεως για την πολιτική και πνευματική ανασύνταξη της Βαλκανικής και την προώθηση της οικουμενικής πολιτικής της αυτοκρατορίας.
Ο όσιος Ευθύμιος, γύρω στο 870, ιδρύει τη μονή Περιστερών στα Βρασταμού (σημερινά Βραστά) Χαλκιδικής, ο μαθητής του Ιωάννης ο Κολοβός κτίζει ομώνυμη μονή κοντά στην Ιερισσό, ενώ ένας δεύτερος μαθητής του, ο όσιος Συμεών, επιτελεί σημαντικό ιεραποστολικό έργο στη Μακεδονία και αργότερα στην κυρίως Ελλάδα όπου ιδρύει πολλά μοναστήρια. Στα ιδρύματα αυτά όπως και σε άλλα που μαρτυρούνται στην περιοχή, παραχωρούνται από τους αυτοκράτορες του Βυζαντίου προνόμια και επαρκείς οικονομικοί πόροι.
Όλα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με το Άγιον Όρος το οποίο, με την ίδρυση της πρώτης μεγάλης κοινοβιακής μονής, της Μεγίστης Λαύρας, από τον Άγιο Αθανάσιο τον Αθωνίτη (963), θα καταστεί το κέντρο του μοναχισμού όχι μόνο της Μακεδονίας αλλά ολόκληρης της Βαλκανικής.
Η άνθηση του μοναχισμού συνεχίστηκε και στους επόμενους αιώνες. Παρά τις πολεμικές περιπέτειες και τη συρρίκνωση της αυτοκρατορίας οι μονές στη Μακεδονία πολλαπλασιάζονται εντυπωσιακά και εξελίσσονται σε μεγάλες αγροτικές οικονομικές μονάδες.
Στα τέλη του 13ου και στον 14ο αιώνα μεγάλα μοναστήρια ιδρύονται στην ύπαιθρο (π.χ. μονή Θεοτόκου της επιλεγόμενης Κοσινίτσας στο Παγγαίο όρος, μονή Προδρόμου Σερρών), ενώ ο αστικός μοναχισμός της Θεσσαλονίκης γνωρίζει πρωτοφανή ανάπτυξη.
Μέσα στα τείχη της πόλης αλλά και έξω από αυτά λειτουργούν πολυάριθμα μοναστήρια είτε ανεξάρτητα ή ως μετόχια αγιορείτικων μονών.
Τα σωζόμενα ως τις μέρες μας δείγματα, με την αρχιτεκτονική τους αλλά ιδίως με τα ζωγραφικά τους σύνολα, μαρτυρούν μνημεία υψηλότατης τέχνης. Η επικράτηση, άλλωστε, του ησυχαστικού κινήματος που γεννήθηκε και ανδρώθηκε στη Μακεδονία προσδίδει ιδιαίτερη πνευματική αίγλη στον μοναχισμό.
Η οθωμανική κατάκτηση οπωσδήποτε υπήρξε μια σκληρή δοκιμασία για τον μοναχισμό της Μακεδονίας. Οι μακρές πολεμικές επιχειρήσεις, η οικονομική δυσπραγία και η δημογραφική αλλοίωση των πληθυσμών εξαιτίας των εξισλαμισμών είχαν ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση μεγάλου αριθμού μονών και τον μαρασμό των υπολοίπων.
Ωστόσο, η κατάσταση αυτή δεν διήρκεσε πολύ. Από τα τέλη ήδη του 15ου αι. και στο πρώτο μισό του 16ου αι., παρατηρείται σταδιακή ανασυγκρότηση του μοναχισμού και νέα άνθηση που μπορεί να παραβληθεί με εκείνη του 9ου-10ου αιώνα.
Ζηλωτές μοναχοί, οι οποίοι πολύ σύντομα ανακηρύχθηκαν και άγιοι, με στενούς δεσμούς με το πατριαρχείο και ιδιαίτερα με τους πατριάρχες Νήφωνα Β΄ και Ιερεμία Α΄, διατρέχουν τη Μακεδονία, ασκούν ιεραποστολικό έργο στους κλονισμένους πληθυσμούς και ιδρύουν μονές. Το όνομά τους συνδέεται με την Ίδρυση των μεγαλύτερων μοναστηριών της περιοχής (Άγιος Θεωνάς – μονή Αγίας Αναστασίας στη Χαλκιδική, άγιος Διονύσιος ο εν Ολύμπω – μονή Αγίας Τριάδος στον Όλυμπο, όσιος Νικάνωρ – μονή Ζάβορδας στα Γρεβενά και πολλοί άλλοι).
Ταυτόχρονα αναβιώνει ο μοναστικός βίος στα διατηρηθέντα μοναστικά κέντρα (Άγιον Όρος, μονές Αν. Μακεδονίας κ.λπ.). Η δήμευση των περιουσιών των μοναστηριών στα 1567 από το σουλτάνο Σελίμ Β΄ και η υποχρέωση για την επαναγορά τους δεν ανέκοψε την ανάπτυξη του μοναχισμού σε όλη την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας. Αντίθετα οι μονές θάλλουν, αυξάνονται αριθμητικά και καθίστανται σταθερά κέντρα πνευματικής αλλά και κοινωνικής και οικονομικής αναφοράς για τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Ύστερα από μια πρόσκαιρη κάμψη στα μέσα του αιώνα μας και από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η νέα άνθηση του ασκητικού ιδεώδους στο χώρο της Μακεδονίας είναι ιδιαίτερα εμφανής. Μια αναγέννηση που είναι ιδιαίτερα αισθητή στο κατώφλι του 21ου αιώνα.
(Πηγή: Η Καθημερινή. «Επτά ημέρες» - αφιέρωμα: Τα Μοναστήρια της Μακεδονίας, 14 Απριλίου 1996, σ.2-3.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου